σωματεκμαγεῖον

σωματεκμαγεῖον
σωμᾰτ-εκμᾰγεῖον, τό,
A body-towel, bath-towel, MeyerOstr.62.4 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σωματεκμαγείον — τὸ, Α πετσέτα τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”